ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΙΜΙΟΤΗΤΑ

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Αζ-ίζνες:

η κατάσταση στην οποία ένα άτομο βλέπει κάτι ακριβώς όπως είναι, χωρίς καμία στρέβλωση ή ψέματα, με αποτέλεσμα να εξαφανίζεται και να παύει να υπάρχει.

Άλτερ-ίζνες:

μια τροποποιημένη ή αλλαγμένη πραγματικότητα κάποιου πράγματος. Βλέπε επίσης πραγματικότητα σε αυτό το γλωσσάριο.

αναγνωρίζω:

Αναγνώριση είναι κάτι που λέγεται ή γίνεται για να ενημερώσετε κάποιον άλλον ότι η δήλωσή του ή η ενέργειά του έχει σημειωθεί, κατανοηθεί και ληφθεί.

«ανήσυχη κείται η κεφαλή που φέρει ένοχη συνείδηση»:

κάποιος που έχει ένοχη τη συνείδησή του δεν κοιμάται καλά λόγω της ανησυχίας του.

αντιμετωπίζω:

αντικρίζω κάτι χωρίς να ταράζομαι ή να το αποφεύγω. Η ικανότητα να αντιμετωπίζει κανείς είναι στην πραγματικότητα η ικανότητα να είναι εκεί, άνετα και να αντιλαμβάνεται.

αξιώματα:

δηλώσεις φυσικών νόμων αντίστοιχες με αυτές των φυσικών επιστημών.

απαράβατος:

ανυποχώρητος, άκαμπτος και ασυμβίβαστος, χρησιμοποιείται ως παραπομπή στους νόμους, τα κριτήρια κλπ.

αποφασιστικότητα:

δύναμη επιλογής, δύναμη λήψης αποφάσεων, ικανότητα απόφασης ή καθορισμού από ένα άτομο σχετικά με την πορεία των ενεργειών του.

γουίθχολντ:

η ανείπωτη, μη δηλωμένη παραβίαση ενός κώδικα ηθών, με τον οποίο ένα άτομο έχει δεσμευτεί, μια όβερτ πράξη που έχει διαπράξει ένα άτομο, για την οποία δε μιλάει. Κάθε γουίθχολντ ακολουθεί μια όβερτ πράξη.

διακριτικό γνώρισμα:

το κύριο ή σημαντικότερο σημείο ή θέμα κάποιου πράγματος.

δικαιολόγηση:

η προσπάθεια να μειώσει μία όβερτ πράξη, εξηγώντας πως δεν ήταν πραγματικά μια όβερτ πράξη. Βλέπε επίσης όβερτ πράξη σε αυτό το γλωσσάριο.

ελικοειδής πτώση:

όσο χειροτερεύει κάποιος, τόσο περισσότερο τείνει να χειροτερέψει κι άλλο. Το ελικοειδήςυποδηλώνει μία βαθμιαία καθοδική κίνηση, που δηλώνει μια αμείλικτη φθίνουσα κατάσταση πραγμάτων που θεωρείται ότι έχει τη μορφή έλικας. Ο όρος προέρχεται από την αεροπορία όπου χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φαινόμενο κατά το οποίο ένα αεροσκάφος πέφτει ελικοειδώς σε όλο και μικρότερους κύκλους, όπως σε ένα ατύχημα ή επίδειξη έμπειρων πιλότων, και, αν δεν το χειριστεί κάποιος, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι απώλεια ελέγχου και συντριβή.

εξατομίκευση:

διαχωρισμός τού εαυτού από κάποιον άλλο, μια ομάδα, κ.λπ., και το να αποτραβιέσαι από τη σύνδεση με αυτό. 

ηθική:

οι ενέργειες που ένα άτομο κάνει το ίδιο για να διορθώσει κάποια συμπεριφορά ή κατάσταση στην οποία εμπλέκεται η οποία είναι αντίθετη προς τα ιδανικά και το συμφέρον της ομάδας του. Είναι κάτι το προσωπικό. Όταν κάποιος είναι ηθικός ή όπως λέμε «έχει την ηθική του εντός», αυτό γίνεται από τον ίδιο και με δική του βούληση.

θήταν:

μ’ αυτό τον όρο εννοούμε το άτομο το ίδιο – όχι το σώμα του ή το όνομά του, το υλικό σύμπαν, τη διάνοιά του ή οτιδήποτε άλλο· είναι αυτό που έχει επίγνωση ότι έχει επίγνωση· αυτό που είναι το άτομο. Ο όρος θήταν είναι το άτομο. Ο όρος θήταν δημιουργήθηκε για να εξαλείψει οποιαδήποτε σύγχυση θα μπορούσε να υπάρξει με παλαιότερες, αβάσιμες αντιλήψεις. Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό γράμμα θήτα με το οποίο οι Έλληνες συμβόλιζαν τη σκέψη ή, ίσως, το πνεύμα, στην οποία προστίθεται ένα ν για να μετατραπεί σε ουσιαστικό, σύμφωνα με τη σύγχρονη μέθοδο που χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα για τη δημιουργία όρων στη μηχανική.

λεξησαφήνιση:

ο ορισμός, χρησιμοποιώντας ένα λεξικό, όλων των λέξεων που δεν είναι πλήρως κατανοητές στο υλικό που μελετά ένα άτομο.

μαινάδες:

γυναίκα που βρίσκεται σε κατάσταση έξαλλης μανίας. Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως επειδή κανείς δεν έχει περισσότερη μανία ή οργή από μια γυναίκα της οποίας η αγάπη έχει απορριφθεί, ή που νομίζει ότι η αξία ή η αξιοπρέπειά της έχουν θιχτεί ή καταφρονηθεί.

Μέθοδοι Λεξησαφήνισης:

το θέμα και η ενέργεια της απομάκρυνσης της άγνοιας, των παρανοήσεων και των λανθασμένων ορισμών λέξεων, καθώς και των εμποδίων στη χρήση τους.

Μηχανικός Ορισμός:

λέγεται «μηχανικός» γιατί ορίζεται αναφορικά με την απόσταση και την τοποθεσία. Μηχανικός με αυτή την έννοια σημαίνει που ερμηνεύει ή που εξηγεί τα φαινόμενα του σύμπαντος, αναφερόμενος σε αιτιώδεις, καθορισμένες φυσικές δυνάμεις· μηχανιστικός. Ο όρος μηχανικός βρίσκει εφαρμογή επίσης ως «αυτός που ενεργεί ή εκτελεί διαδικασίες όπως μια μηχανή, αυτόματος». Συνεπώς ένας Μηχανικός Ορισμός θα ήταν ένας που έδινε ορισμούς αναφορικά με χώρο και τοποθεσία όπως για παράδειγμα «το αυτοκίνητο δίπλα στη γέρικη βελανιδιά» ή «ο άντρας που μένει στο μεγάλο σπίτι». Εδώ «η γέρικη βελανιδιά» και «το μεγάλο σπίτι» είναι στερεωμένα αντικείμενα και τα αστερέωτα αντικείμενα («αυτοκίνητο», «άνθρωπος») μπορούν να θεωρηθούν σημεία άποψης. Η αναγνώριση των αντικειμένων γίνεται μέσω της τοποθεσίας.

μοτιβέιτορ (κίνητρο):

μια επιθετική ή καταστροφική πράξη που ελήφθη από το άτομο ή μέρος της ζωής. Ο λόγος που ονομάζεται «μοτιβέιτορ» (κίνητρο) είναι επειδή τείνει να ωθήσει κάποιον να ανταποδώσει, «παρακινεί» μια νέα πράξη όβερτ.

Νόμος της αλληλεπίδρασης του Νεύτωνα:

παραπομπή στον τελευταίο από τους τρεις νόμους της κίνησης που διατύπωσε ο Άγγλος επιστήμονας και μαθηματικός Σερ Ισαάκ Νεύτωνας (1642-1727).Ο νόμος της αλληλεπίδρασης σχετίζεται με τις δυνάμεις της δράσης και της αντίδρασης (οι δύο δυνάμεις που συνιστούν αλληλεπίδραση μεταξύ δύο αντικειμένων): Όποτε ένα αντικείμενο ασκεί δύναμη σ’ ένα δεύτερο αντικείμενο, το τελευταίο ασκεί ίδια και αντίθετη δύναμη στο πρώτο αντικείμενο.

ξεροκέφαλος:

ισχυρογνώμονας στο να πιστεύει λάθος γνώμες και αρχές.

όβερτ πράξη:

μια επιζήμια πράξη ή μια παραβίαση ενός κώδικα ηθών μιας ομάδας. Η όβερτ πράξη δεν είναι απλώς το να βλάπτεις κάποιον ή κάτι, είναι μια πράξη παράλειψης ή διάπραξης που κάνει το μικρότερο καλό στο μικρότερο αριθμό ανθρώπων ή τομέων της ζωής, ή το μεγαλύτερο κακό στο μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων ή τομέων της ζωής.

παραβιάζω:

(νόμο ή κώδικα συμπεριφοράς, κ.λπ.) η ενέργεια που κάνω η οποία λειτουργεί ως παράβαση.

παράκαμψη:

προσπερνώ το κατάλληλο άτομο σε μια διοικητική ιεραρχία.

παρανοημένη λέξη:

παρανοημένη λέξη είναι μια λέξη που κάποιος δεν έχει κατανοήσει ή την έχει κατανοήσει λανθασμένα.

Παρέκκλιση:

μια απομάκρυνση από τη λογική σκέψη ή συμπεριφορά. Παράλογη σκέψη ή συμπεριφορά. Αυτό σημαίνει βασικά το να σφάλεις, να κάνεις λάθη, ή πιο συγκεκριμένα να έχεις έμμονες ιδέες που δεν είναι αλήθεια. Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης και με την επιστημονική της έννοια. Σημαίνει απομάκρυνση από μια ευθεία γραμμή. Αν μια γραμμή έπρεπε να πάει από το Α στο Β, τότε αν ήταν παρεκκλίνουσα θα πήγαινε από το Α σε κάποιο άλλο σημείο, σε κάποιο άλλο σημείο, σε κάποιο άλλο σημείο, σε κάποιο άλλο σημείο, σε κάποιο άλλο σημείο και τελικά θα έφτανε στο Β. Με αυτή την έννοια, αυτό θα σήμαινε επίσης την έλλειψη ευθύτητας ή το να βλέπεις διαστρεβλωμένα όπως, για παράδειγμα, ένας άντρας που βλέπει ένα άλογο αλλά νομίζει ότι βλέπει έναν ελέφαντα. Η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά θα ήταν η λάθος συμπεριφορά, ή η συμπεριφορά που δεν υποστηρίζεται από τη λογική. Η παρέκκλιση είναι αντίθετη προς τη πνευματική υγεία, που θα ήταν το αντίθετό της. Από τη λέξη παρεκκλίνω, παρά + εκ + κλίνω, απομακρύνομαι από την πορεία μου.

ποταπό:

Αυτό που αναφέρεται στις χειρότερες πλευρές της ανθρώπινης φύσης, όπως είναι η ανηθικότητα, ο εγωισμός και η απληστία.

πραγματικότητα:

αυτό που φαίνεται ότι είναι. Η πραγματικότητα είναι βασικώς συμφωνία, ο βαθμός συμφωνίας που επιτυγχάνεται μεταξύ ανθρώπων. Αυτό που συμφωνούμε ότι είναι πραγματικό, είναι πραγματικό.

προπέλα:

περιστρεφόμενος άξονας με ελικοειδή ελάσματα ο οποίος κινητοποιεί ένα πλοίο μέσω της αντίθετης ώθησης στο νερό.

Σαηεντολογία:

Σαηεντολογία είναι η εφαρμοσμένη θρησκεία που ασχολείται με τη μελέτη της γνώσης, η οποία μέσω της εφαρμογής της τεχνολογίας της, μπορεί να επιφέρει επιθυμητές αλλαγές στις καταστάσεις της ζωής. Αναπτύχθηκε επί ένα τρίτο του αιώνα από τον Λ. Ρον Χάμπαρντ. Ο όρος Σαηεντολογία προέρχεται από τη λατινική λέξη scio (που σημαίνει «γνωρίζω», με την πληρέστερη έννοια της λέξης) και την ελληνική λέξη λόγος (μελέτη κάποιου θέματος). Η Σαηεντολογία ορίζεται περαιτέρω ως «η μελέτη τού πνεύματος και η ενασχόληση μ’ αυτό σε σχέση με το ίδιο, τα σύμπαντα και την υπόλοιπη ζωή».

σκοτεινό εγχείρημα:

σειρά ενεργειών μιας οργανωμένης και κακόβουλης, κακοήθους, ή σκόπιμα επιβλαβούς καμπάνιας.

στοργή:

αγάπη, αρέσκεια ή οποιαδήποτε άλλη συναισθηματική διάθεση, ο βαθμός αρεσκείας. Ο βασικός ορισμός της στοργής είναι η θεώρηση της απόστασης, είτε είναι καλή είτε κακή.

Σύνταγμα:

έγγραφο που περιέχει τους θεμελιώδεις λίθους των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 4 Μαρτίου 1789. Εγκαθιδρύει τη μορφή της εθνικής κυβέρνησης και ορίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του αμερικανικού λαού.

σωματικό:

μια λέξη που χρησιμοποιείται στη Σαηεντολογία για να ορίσει κάθε αίσθηση του σώματος, αρρώστια, πόνο ή ενόχληση. Η λέξη προέρχεται από την ελληνική λέξη «σώμα».

τεχνο-διαστημική κοινωνία:

μια κοινωνία που είναι τεχνολογικά προηγμένη στο σημείο να ταξιδεύει στο διάστημα. Τέχνο σημαίνει τεχνολογία.

τεχνολογία:

οι μέθοδοι εφαρμογής μιας τέχνης ή μιας επιστήμης, σε αντιδιαστολή με την απλή γνώση αυτής της επιστήμης ή τέχνης. Στη Σαηεντολογία, ο όρος τεχνολογία αναφέρεται στις μεθόδους εφαρμογής των αρχών της Σαηεντολογίας για την βελτίωση των λειτουργιών της διάνοιας και την αποκατάσταση των δυνατοτήτων του πνεύματος, όπως αυτές αναπτύχθηκαν από τον Λ. Ρον Χάμπαρντ.

φαρμακερή:

που χαρακτηρίζεται από σφοδρή δριμύτητα.

Χέρσεϊ:

Μίλτον Χέρσεϊ (1857-1946), Αμερικανός επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος ο οποίος ίδρυσε την εταιρεία που έγινε η μεγαλύτερη κατασκευάστρια προϊόντων σοκολάτας παγκοσμίως Το 1903 ο Χέρσεϊ έχτισε ένα εργοστάσιο στην Πενσυλβάνια που θα κατασκεύαζε σοκολάτες των πέντε σεντ. Η επιχείρηση ευδοκίμησε τόσο πολύ ώστε το όνομα «Χέρσεϊ» έγινε συνώνυμο με τη σοκολάτα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θέλοντας να διατηρήσει τη σταθερά αυξανόμενη ανάγκη του για αξιόπιστους εργαζόμενους, άρχισε να χτίζει μια ολόκληρη πόλη κοντά στο εργοστάσιο που περιλάμβανε καταστήματα, σχολεία, εγκαταστάσεις αναψυχής και ένα μεγάλο λούνα παρκ. Το 1909 έχτισε μια σχολή τεχνικών επαγγελμάτων για ορφανά αγόρια. Ο Χέρσεϊ επικρίθηκε συχνά για την πατριαρχική του στάση και για το ότι διηύθυνε μια «πόλη-εταιρεία».